τελεστικά

τελεστικά
τελεστικός
fit for finishing
neut nom/voc/acc pl
τελεστικά̱ , τελεστικός
fit for finishing
fem nom/voc/acc dual
τελεστικά̱ , τελεστικός
fit for finishing
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελεστικάς — τελεστικά̱ς , τελεστικός fit for finishing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЮЛИАН —         Флавий Клавдий (Flavins Claudius Julianus) (331, Константинополь, 26.6.363, Месопотамия, погребён в Тарсе), рим. император, племянник Константина Великого, за обращение из христианства в язычество получил у церк. историков прозвище… …   Философская энциклопедия

  • τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”